τέσλα

τέσλα
το, Ν
άκλ. μετρολ. μονάδα μαγνητικής επαγωγής ή πυκνότητας μαγνητικής δέσμης στο διεθνές σύστημα μονάδων η οποία ισούται με ένα βέμπερ ανά τετραγωνικό μέτρο που αντιστοιχεί σε 104 γκάους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. tesla, από το όνομα τού Σερβο-αμερικανού ερευνητή και εφευρέτη Νikola Tesla].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • γκάους — Έτσι ονομαζόταν έως πριν από λίγα χρόνια η μονάδα έντασης του μαγνητικού πεδίου, που σήμερα ονομάζεται τέσλα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”